-
1 πολυ-ώψ
-
2 πολυ
IIIτό большая часть, основная масса(τὸ π. τοῦ Ἑλληνικοῦ Xen.)
adv.1) весьма, очень, крайнеπ. πρό Hom. — на большом расстоянии впереди;
π. πρίν Hom. — заблаговременно2) ( cum compar.) гораздо, значительно, намного(π. μᾶλλον Hom.; π. μείζων Aesch., Plat.)
π. σὺν φρονήματι μείζονι Xen. — с гораздо большей уверенностью3) больше, скорее(ἡμῖν π. βούλεται ἢ Δαναοῖσιν νίκην, sc. ὅ Ζεύς Hom.)
4) ( cum superl.) безусловно, самыйπ. φίλτατος Hom. — самый наилюбимейший
-
3 πολυ-
-
4 πολύ
επίρρ.1) много; много времени, долго;παρά πολύ — чересчур, слишком много;
παρά πολύ λίγο — чересчур мало;
παρά πολύ νερό — чересчур много воды;
είναι παρά πολύ — это слишком много;
αότός πολύ μιλάει — он много говорит;
θα μείνουν πολύ — они пробудут долго;
2) (перед прил, в сравн, ст.) намного;πολύ καλύτερα — намного лучше;
πολύ πρίν — намного раньше;
πολύ πιο πλούσιος (έξυπνος) — он намного богаче (умнее);
3) очень; сильно;πολύ καλά — очень хорошо;
όχι πολύ καλά — не очень хорошо;
αυτός πολύ μας κουράζει — он нас очень утомляет;
§ ούτε λίγο οδτε πολύ — ни много, ни мало;
πολύ περισσότερο πού.,. — тем более, что...;
πολύ πού..! ирон. — как бы не так!; — больно нужно...! (прост.);
πολύ πού θα μας περιμένει — так он нас и будет ждать;
πολύ πού με νοιάζει... — больно нужно мне..., начхать мне...
-
5 πολύ
πολύς, πολλή, πολύ, peculiar forms, πολλός, πολλόν, πουλύς (also fem.), πουλύ, gen. πολέος (Od. 20.25), acc. πουλύν, pl. nom. πολέες, πολεῖς, gen. πολέων (Il. 16.655), πολλάων, πολλέων, dat. πολέσι, πολέεσσι, acc. πολέας, for comp. and sup. see πλείων, πλεῖστος: much, many, with numerous applications that call for more specific words in Eng., as ‘long,’ of time, ‘wide,’ ‘broad,’ of space, ‘loud,’ ‘heavy,’ of a noise or of rain, etc. πολλοί (Att. οἱ πολλοί), the many, the most, the greater part, Il. 2.483, and w. part. gen., πολλοὶ Τρώων, etc. Freq. as subst., πολλοί, πολλά, ‘many men,’ ‘many things,’ but predicative in Od. 2.58, Od. 17.537; often with other adjectives, πολέες τε καὶ ἐσθλοί, πολλὰ καὶ ἐσθλά, ‘many fine things,’ Od. 2.312. —Neut. as adv., πολύ, πολλόν, πολλά, much, far, by far, very; πολλὰ ἠρᾶτο, prayed ‘earnestly,’ ‘fervently,’ Il. 1.35; w. comp. and sup., πολὺ μᾶλλον, πολλὸν ἀμείνων, ἄριστος, so πολὺ πρίν, πολλὸν ἐπελθών, Il. 20.180.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πολύ
-
6 πολὺ
многоемного многой πολύΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πολὺ
-
7 πολύ
многоеπολὺΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πολύ
-
8 πολύ-
первая часть сложных слов, означ.1) большое количество, большой размер: πολύανδρος; 2) многократность: πολυνίκης -
9 πολύ
πολύςmany: neut nom /voc /acc sg (attic epic) -
10 πολύ
многий, много -
11 πολύ
[поли] επίρ много, очень, гораздо, слишком. -
12 πολύ
massa -
13 πολύ
1) bien2) très -
14 πολύ
1) bardzo przysł.2) wiele licz. -
15 πολύ
1) hodně2) úplně3) velice4) velmi -
16 πολύ
1) greatly2) much3) veryΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πολύ
-
17 πολυ-πληθύνω
πολυ-πληθύνω und πολυ-πλήθω, richtiger getrennt geschrieben, Lob. Phryn. 631.
-
18 πολυ-τῑμάω
πολυ-τῑμάω, f. L. für πολὺ τιμάω, Lob. Phryn. 630.
-
19 πολυ-δευκής
πολυ-δευκής, ές, v. l. Od. 19, 521 für πολυ-ηχής, wie Ael. H. A. 5, 38 bemerkt; es soll nach einigen Erklärern von δεῠκος = γλεῦκος herkommen und »sehr süß« bedeuten; nach Andern von einem ungebräuchlichen δευκής, das die Gramm. bald durch ἐοικώς, ὅμοιος, bald durch λαμπρός erkl. Vgl. Nic. Ther. 209. 625.
-
20 πολύ-χειρος
πολύ-χειρος, = πολύχειρ; δύναμις, Heraclid. alleg. 25; aber f. l. bei Alcidam. de sophist. p. 678, 13, Bekker πολὺ χείρους.
См. также в других словарях:
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολύ — πολύς, πολλή, πολύ πληθ. πολλοί, πολλές, πολλά, γεν. ών, μεγάλος στον αριθμό, στο ποσό, στο πλήθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολύ — Ν επίρρ. βλ. πολύς … Dictionary of Greek
πολύ — πολύς many neut nom/voc/acc sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ(πο)σφάκτης — ο, Α ο πολυποξύστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύπος (άλλος τ. τού πολύπους, οδός) + σφάκτης (< σφάζω), πρβλ. εμβρυο σφάκτης] … Dictionary of Greek
αιθάλη — Πολύ λεπτή μαύρη σκόνη από σχεδόν καθαρό άνθρακα, που ανήκει στην κατηγορία των τεχνητών ανθράκων. Α. δημιουργείται όταν γίνεται ατελής καύση πολλών οργανικών σωμάτων, όπως βενζόλιο, ρητίνη, λίπη, έλαια, πίσσα κλπ. Βιομηχανικά παρασκευάζεται με… … Dictionary of Greek
συνωνυμία — Πολύ στενή ομοιότητα στη σημασία ανάμεσα σε δύο διαφορετικές λέξεις που ανήκουν στην ίδια γλώσσα. Αν και στην καθημερινή ομιλία συνήθως δε λαμβάνονται πολύ υπόψη οι ελαφρές διαφορές στη σημασία ανάμεσα στις συνώνυμες λέξεις, το αντίθετο συμβαίνει … Dictionary of Greek
ιοί ή διηθητοί ιοί — Πολύ μικρά όντα, αόρατα με τα κοινά μικροσκόπια, ικανά να αναπαράγονται μόνο στο εσωτερικό ορισμένων κυττάρων, στα οποία έχουν την ιδιότητα να διεισδύουν· η αναπαραγωγή των ι. προκαλεί συχνά βλάβες στα κύτταρα που εκδηλώνονται ως νόσος του… … Dictionary of Greek
Полифагия — (πολύ много и φαγιειν есть) болезненно усиленный позыв на пищу, наблюдается при некоторых нервных расстройствах, душевных болезнях и при мочеизнурении сахарном и несахарном … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Полихолия — (πολυ много и χολη желчь) усиленная выработка желчи, зависит исключительно от усиленной деятельности печени (Minkowski и Nadnyn, Fleischl). При этом не все составные части желчи вырабатываются одинаково обильно: иногда наблюдается преимущественно … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
επιπεφυκώς — Πολύ λεπτός, διάφανος βλεννογόνος που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια των βλεφάρων καθώς και την μπροστινή επιφάνεια του οφθαλμικού βολβού, στο ασπράδι του ματιού μέχρι το όριο του κερατοειδούς. Η φλεγμονή του ε. ονομάζεται επιπεφυκίτιδα και… … Dictionary of Greek